κοκκινοβαμμένος

κοκκινοβαμμένος
-η, -ο
ο βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κόκκινος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοκκινοβαμμένος — η, ο ο βαμμένος με κόκκινο χρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοκκινοβαφής — ές (AM κοκκινοβαφής, ές) ο βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κοκκινοβαμμένος, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + βαφής (< βάπτω), πρβλ. λευκο βαφής, χρυσο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • κόκκινος — η, ο (AM κόκκινος, ίνη, ον) 1. αυτός που έχει το χρώμα τής παπαρούνας, ερυθρός, πορφυρός, κοκκινοβαμμένος (α. «σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης», Βαλαωρ. β. «καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην», ΚΔ) 2. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”